- ηθμοειδίτιδα
- ηιατρ. φλεγμονή τού βλεννογόνου τών ηθμοειδών κυψελών και ενδεχομένως τού οστού που τίς περιβάλλει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoiditis < ethmoid (πρβλ. ηθμοειδής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.